εγκληματώ

εγκληματώ
(-έω)
1. διαπράττω έγκλημα
2. διαπράττω κακή ή επιβλαβή πράξη («εγκληματεί εναντίον τής υγείας του»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εγκληματώ — εγκληματώ, εγκλημάτησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: εγκληματώ – εγκλιματίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση στους αοριστικούς τύπους (εγκλημάτησα → διέπραξα έγκλημα, εγκλιμάτισα → συνηθίζω (οργανισμό κτλ.) σε διαφορετικό κλίμα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εγκληματώ — εγκλημάτησα, αμτβ. 1. κάνω έγκλημα, κακουργώ. 2. διαπράττω κακή πράξη, μεγάλη απερισκεψία: Εγκληματείς κατά του εαυτού σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγκλιματίζω — εγκλιματίζω, εγκλιμάτισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: εγκληματώ – εγκλιματίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση στους αοριστικούς τύπους (εγκλημάτησα → διέπραξα έγκλημα, εγκλιμάτισα → συνηθίζω (οργανισμό κτλ.) σε διαφορετικό κλίμα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”